Από τη γέννηση της φιλοσοφίας και της ρητορικής εγκαταστάθηκε μια σχέση εχθρική ανάμεσά τους. Πράγματι, ως έρευνα και αναζήτηση της έσχατης αλήθειας, η φιλοσοφία θα επιδοθεί σε μια προσπάθεια να υπερβεί τη ρητορική και να αναδείξει το `αληθές`. Στην επιδίωξή της όμως αυτή θα συνδεθεί αναγκαστικά με τη γλώσσα, και ως εκ τούτου `η ρητορική καθίσταται ο πιο παλιός εχθρός της και ο πιο παλιός σύμμαχός της`. Από την πλευρά της φιλοσοφίας προσάπτεται στη ρητορική η κατηγορία ότι δεν είναι σοβαρή και έντιμη δραστηριότητα. Με κενές λέξεις, με όλα τα είδη της πανουργίας και με φραστικά πυροτεχνήματα οδηγεί τον άνθρωπο σε προκατειλημμένες κρίσεις, στις οποίες δεν θα παρασυρόταν αν δεν ήταν επηρεασμένος από αυτές τις απατηλές μεθόδους. Η ρητορική υποτιμά τη λογική και τη δύναμη της αυτόνομης σκέψης. Και υπερεκτιμώντας τη δύναμη των λέξεων, εγκαθίσταται στην εξωτερική μόνο πλευρά των πραγμάτων. Δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά μόνο για τη φαινομενικότητα της αλήθειας, το `εικός`. Δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι βίαιη και αποσκοπεί στην προβολή της δύναμης και στη διατήρησή της. Η εξύμνηση της δύναμης των λέξεων οδηγεί εύκολα, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, στην εξύμνηση της δύναμης γενικά. Ο ρητορικός λόγος δεν οδηγεί στην αληθινή γνώση -δεν είναι παρά μια χαμηλή διδαχή- και δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην αληθινή του ύπαρξη. Η ρητορική δεν είναι ωφέλιμη για την εκπαίδευση, και ακόμη λιγότερο για τις επιστήμες. Τέλος, σύμφωνα με τον E. Levinas, `η ειδική φύση της ρητορικής συνίσταται στη διαφθορά της ελευθερίας, και ως εκ τούτου είναι κατεξοχήν βίαιη και άδικη`.
Από την άλλη πλευρά, η ρητορική κατηγορεί τη φιλοσοφία ότι δεν ενδιαφέρεται για τη γλώσσα. Οι φιλόσοφοι έχουν ένα ύφος ανυπόφορο. Αδιαφορούν για την αισθητική πλευρά της φιλοσοφίας τους, και επομένως για κάθε δυνατότητα να ωφεληθεί κανείς από την ανάγνωση και τη γραφή φιλοσοφικών έργων. Υποτιμούν το πεδίο και τη λειτουργία της γλώσσας, καθώς και τη δύναμη της λέξης στην ανθρώπινη ύπαρξη. Διαχωρίζουν την αλήθεια από τον λόγο, με τον οποίο εσωτερικεύεται η αλήθεια, και υποτιμώντας τη δύναμη των λέξεων, οι φιλόσοφοι χάνουν κάθε σχέση με την πολιτική πρακτική και αποσύρονται έτσι σ` έναν ιδανικό κόσμο προς ζημίαν της αληθινής πραγματικότητας. Ακόμη παραγνωρίζουν ότι η εκπαίδευση και η παιδεία συνίστανται κυρίως στη διδασκαλία της γλώσσας και του συστήματος του αναφέρεσθαι και του εκφράζεσθαι. Οι φιλόσοφοι παραγνωρίζουν την επιδέξια και λανθάνουσα ρητορική που είναι χαρακτηριστικό σε κάθε λόγο, ακόμη και στον φιλοσοφικό λόγο. Τη ρητορική που δεν απουσιάζει από κανέναν λόγο, δεν μπορεί πραγματικά κανείς να την υπερβεί.
Η αλήθεια και οι επιστήμες, η ύπαρξη του ανθρώπου, η ύπαρξη του όντος και κυρίως το πεδίο και η λειτουργία της γλώσσας στην ανθρώπινη φύση και η θέση της δύναμης διαμορφώνουν το κίνητρο της σύγκρουσης ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη ρητορική. Η σύγκρουση αυτή εκδηλώθηκε σε όλο της το εύρος κατά τη διάρκεια των `πολεμικών` συζητήσεων του Πλάτωνος εναντίον των σοφιστών, οι οποίοι ήταν κατεξοχήν ρήτορες.
Ο Πλάτων χλευάζει τη ρητορική. Σε όλους τους διάλογους του επιτίθεται με σφοδρότητα εναντίον των σοφιστών ως δασκάλων της ρητορικής. Η στάση του απέναντι στη ρητορική είναι εξαιρετικά εχθρική, όπως εκδηλώνεται άμεση και καταγγελτική στον Γοργία, σατιρική και ειρωνική στον Μενέξενο και φαινομενικά μετριασμένη στον Φαίδρο.
Στη νεότερη φιλοσοφία η σύγκρουση κορυφώθηκε στην αντίθεση Kant και Nietzsche, που αντιπροσωπεύουν τις πιο ακραίες εκδοχές της. Ο Kant υποστηρίζει ότι η ρητορική `ως τέχνη που υπηρετεί τις ανθρώπινες αδυναμίες για τους δικούς της σκοπούς (όσο καλοί κι αν είναι στη σκέψη του ρήτορος) δεν είναι άξια καμιάς εκτίμησης`. Ο Nietzsche αντιθέτως αποδίδει στη ρητορική πολύ μεγάλη αξία, και στην παθιασμένη πάλη του Πλάτωνος κατά της ρητορικής βλέπει ένα σύμπτωμα λανθάνουσας επιθυμίας του φιλοσόφου για απόκτηση δύναμης και τον φθόνο του για την ισχύ και την εκτίμηση που απολάμβαναν οι ρήτορες στην αρχαιότητα. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]