-"Βελίκα"
-"Ναι"
-"Σ` αγαπώ"
-"Κι εγώ".
Τον φίλησε. "Σε τρεις, το πολύ σε πέντε μέρες θα `ρθω στην Αθήνα".
Δεν ήρθε ούτε σε τρεις ούτε σε πέντε μέρες ούτε σε δέκα. Κι ο Γιάννης πήρε το αεροπλάνο κι ανέβηκε στη Σαλονίκη. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και του άνοιξαν. Με τη λαχτάρα πως την πόρτα του διαμερίσματος θα την άνοιγε η Βελίκα, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ώς τον έκτο όροφο. Αντί όμως για τη Βελίκα, βρέθηκε μπροστά σε μια μαυροφορεμένη γριούλα.
-"Τι θέλετε, παρακαλώ;"
-"Τη Βελίκα. Εδώ δε μένει;
Η γριά τον κοίταξε κι ένα δάκρυ κύλησε. "Ναι, εδώ, αλλά... λείπει"
-"Τι έγινε, γιατί κλαίτε; Μην έπαθε τίποτα κακό η Βελίκα;...»