"Στους δρόμους οι διαβάτες προχωρούν ακολουθώντας δαιδαλώδεις μελωδίες μέσα τους, αλλά και ψαλμούς και φοινικιές που ανοίγουν ψηλά σαν πυροτεχνήματα και παφλασμούς από τις υδατοπτώσεις ουράνιων καταρρακτών. Ωστόσο η γαλήνη ποτέ δεν διαταράσσεται. Τους μένουν μονάχα κάτι τριμμένα ρούχα που τα σφίγγουν γύρω απ` το σώμα τους, μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, στο πραγματικό τους σπίτι."
Ακολουθώντας το δρόμο της αφήγησης η οποία συχνά προτιμά τις ατραπούς του ποιητικού λόγου, ο Γ. Κυθραιώτης εγκαινιάζει μια πορεία προς τη γενέθλια πόλη του, τη Λευκωσία. Η γραφή του πλέκει ένα δίχτυ με το οποίο προσπαθεί να αλιεύσει την πολυπόθητη παραγματικότητα, την αλήθεια των προσώπων, των πραγμάτων, της ιστορίας. Η ατμόσφαιρα της πόλης γίνεται η αφετηρία για συναρπαστικές διαδρομές, προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα, για περίπατους, ερωτικές συναντήσεις. Οι δρόμοι της πόλης παρεκκλίνουν από τη συνήθη τους κατεύθυνση, οδηγώντας συχνά στο όνειρο, στην πίκρα της διάψευσης, στην ήττα, στη συνειδητοποίηση μιας βαθύτερης πραγματικότητας.