Σύμφωνα με το Σύνταγμα και διεθνές δίκαιο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που ισχύει στη Χώρα μας, συμβατικό και μη, καθώς και το κοινοτικό δίκαιο, η ελευθερία της διδασκαλίας θρησκείας ή πεποίθησης αποτελεί μια μορφή εκδήλωσης οποιασδήποτε θρησκείας ή πεποίθησης, μια μορφή του forum externum της. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διεθνείς πράξεις προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις ακόλουθες τέσσερις μορφές της ελευθερίας της εκδήλωσης θρησκείας ή πεποίθησης: στη λατρεία, τα θρησκευτικά έθιμα και πράξη, στη συμμόρφωση προς τη θρησκευτική συνείδηση και στη διδασκαλία. Η ελευθερία εκδήλωσης ασκείται μεμονωμένα ή συλλογικά, δημόσια ή κατ` ιδίαν. Η διδασκαλία εννοείται ως οποιαδήποτε μορφή μετάδοσης του περιεχομένου μιας θρησκείας ή πεποίθησης. (...) Ο σκοπός της παρούσας μονογραφίας συνίσταται στο να καταδείξει τους περιορισμούς στην ελευθερία διάδοσης των μειονοτικών θρησκευμάτων, στην ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών και θρησκευτικών σχολείων από τα ίδια τα θρησκεύματα και τους οπαδούς τους, καθώς και στην ελευθερία διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία σε σχέση με αυτά τα θρησκεύματα. Η πρόκληση θρησκευτικών διακρίσεων εξαρτάται από το χαρακτήρα των ενδεχόμενων περιορισμών στις παραπάνω ελευθερίες. Αν οι εν λόγω περιορισμοί επιτρέπονται, τότε είναι νόμιμοι, ενώ αν επιβάλλονται ανεπίτρεπτα προκαλούν θρησκευτικές διακρίσεις. Ως κριτήριο διαπίστωσης του επιτρεπτού ή ανεπίτρεπτου χαρακτήρα των επιβαλλόμενων περιορισμών χρησιμεύει, όπως προαναφέραμε, μια σύγχρονη προοπτική του καθιερωμένου δόγματος (θεωρίας) του εκκλησιαστικού δικαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]