Ο Νίτσε έβλεπε πλέον την Λου Αντρέας-Σαλομέ ως παντοτινή του συνομιλήτρια και σύντροφό του. `... αγαπώ και σε σας τις ελπίδες μου`, της έγραφε στην επιστολή, που δημοσιεύουμε στον παρόντα τόμο. Μετά την εκ μέρους της Λου απόρριψη των προτάσεων γάμου που της είχε κάνει, ο Νίτσε περιέπεσε σε κατάθλιψη και απόγνωση, όπως τα εκφράζει σε επιστολή του στον Φραντς Όβερμπεκ. Η ίδια, βέβαια, έβλεπε τον εαυτό της μόνον ως μαθήτριά του. Εξ άλλου η εικοσάχρονη τότε Λου φον Σαλομέ ζούσε ακόμη γενικώς σε μια σφαίρα εξιδανικευμένης αγάπης, όπως φαίνεται και από τις ακόλουθες σκέψεις της, καταγραμμένες ήδη τον Οκτώβριο του 1882, τον καιρό δηλαδή της απομάκρυνσής της από τον Νίτσε: `Όπως ο χριστιανικός μυστικισμός (όπως και κάθε άλλος) στην ύψιστη έκστασή του καταλήγει σε χονδροειδή θρησκευτικό αισθησιασμό, έτσι και η πλέον ιδανική αγάπη μπορεί να γίνει πάλι αισθησιακή - ακριβώς δυνάμει της μεγάλης επίτασης του αισθήματος στην ιδανικότητά της. Ένα όχι συμπαθητικό σημείο αυτή η εκδίκηση του ανθρώπινου - δεν αγαπώ τα αισθήματα εκεί όπου καταλήγουν πάλι στην κυκλοτερή τους πορεία, διότι αυτό είναι το σημείο του λαθεμένου πάθους, της χαμένης αλήθειας και της εντιμότητας του αισθήματος. Είναι αυτό που με αποξενώνει από τον Νίτσε;` Αυτήν την τελευταία ερώτησή της την αφήνει ωστόσο αναπάντητη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]