Το 1818 ο Σταντάλ βγαίνει μόλις από μια βαθιά προσωπική κρίση, συνέπεια του τέλους της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του μετά την πτώση του Ναπολέοντα, το 1814. Μέσω ενός κοινού γνωστού γνωρίζει τη Ματίλντε Ντεμπόβσκι, μια γυναίκα είκοσι οκτώ ετών, χωρισμένη με δύο παιδιά, όχι μόνον ωραία αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, που ζει αποτρα-βηγμένη στο σπίτι της στο Μιλάνο. Ωστόσο, ο έρωτας που αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή γι` αυτήν ο Σταντάλ κάθε άλλο παρά ασυγκίνητη την αφήνει. Πιστεύει ότι εκείνος ο παχύς και διόλου όμορφος Γάλλος διαφέρει από τους επηρμένους Μιλανέζους που την πολιορκούν με ανούσια κομπλιμέντα. Του εκδηλώνει, λοιπόν, μια συγκρατημένη εύνοια. Όμως ο Σταντάλ, παρασυρμένος από το πάθος του, επιδεικνύει μια αδέξια και ασυνάρτητη συμπεριφορά, ώστε η Μετίλντ (έτσι την αποκαλεί ο συγγραφέας), καχύποπτη πια, αποσύρει ξαφνικά την εύνοια της και γίνεται παγερή και απόμακρη. Η απόρριψη αυτή στρέφει τον απελπισμένο Σταντάλ προς έναν άλλο δρόμο: τη μυθοπλασία. Στις 29 Δεκεμβρίου 1819 συλλαμβάνει ξαφνικά μια `μεγαλοφυή` ιδέα: θα πνίξει το προσωπικό μέσα στο απρόσωπο και θα μιλήσει για το άτυχο πάθος του μέσα από γενικές σκέψεις και απόψεις.
Το Περί έρωτος είναι ουσιαστικά λοιπόν μια εξομολόγηση. Εντούτοις, αυτός ο `εγωτικός` χαρακτήρας του έργου δεν αποκλείει τις γενικές ιδέες` αντίθετα, το ένα είναι καρπός του άλλου, αφού ο Σταντάλ είναι πάνω απ` όλα ένας μοραλιστής. Όπως γράφει ο ίδιος:
`Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για ν/χ είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράφει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]