Το θέμα πότε τελειώνει μια ψυχανάλυση, πώς τελειώνει, αν τελειώνει, τι εμποδίζει το τέλος της, αν πετυχαίνει τον σκοπό της, τη θεραπεία -την `απαλλαγή ενός ανθρώπου από τα νευρωτικά συμπτώματα, τις αναστολές και τις ανωμαλίες του χαρακτήρα`- και για ποιους λόγους τυχόν αποτυγχάνει, υπερβαίνει κατά πολύ το πεδίο της τεχνικής, γιατί για τον Φρόυντ ούτε οι χειρισμοί, ούτε οι όποιες ιδιαίτερες παρεμβάσεις αποτελούν αντικείμενο του Περατή και μη περατή ανάλυση.
Είτε πρόκειται για τη νόσηση, την ίαση ή εν τέλει την υγεία, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει σε μια υποσημείωση ο Φρόυντ, ουσιώδες είναι να μπορούμε να περιγράψουμε αυτές τις καταστάσεις `μεταψυχολογικά, με αναφορά σε δυναμικές σχέσεις μεταξύ των βαθμίδων του ψυχικού μηχανισμού, τις οποίες αναγνωρίσαμε ή, αν θέλετε, ανακαλύψαμε ή εικάσαμε`.
Η συγκεκριμένη μελέτη, λοιπόν, αποτελεί ένα θεωρητικό κείμενο όπου ο Φρόυντ αποφασίζει, στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής μεταψυχολογίας, όπως έχει διαμορφωθεί από το 1915 και μετά -με την εισαγωγή της ορμής θανάτου το 1920 και της διάκρισης μεταξύ Εγώ, Αυτό, Υπερεγώ το 1923-, να επικεντρωθεί στο ερώτημα ποια εμπόδια παρεμβάλλονται στην αναλυτική ίαση.
Καθώς ο Φρόυντ πιστεύει ότι `έχει αρκούντως διαλευκανθεί πώς η ανάλυση επιφέρει την ίαση`, στρέφεται πλέον -και καλεί και τους άλλους αναλυτές να πράξουν το ίδιο- στις αποτυχίες, όταν αυτό που `επιδιώκουμε, προσδοκούμε και ισχυριζόμαστε` με αφετηρία τη θεωρία μας διαψεύδεται από την εμπειρία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]