Πεισίστρατος. Ήμουν έφηβος όταν πρωτόγραψα τον "Πεισίστρατο", γύρω στα 1957. Εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα, χάρη στο χρηματικό έπαθλο του Δήμου Θεσσαλονίκης και με λίγες προσθήκες από τις εν τω μεταξύ εμπειρίες μου του φοιτητού Ιατρικής. Πιστεύω πως η διαδρομή μου αρχίζει με το δεύτερο βιβλίο, την "Εκδρομή", γι` αυτό και δίσταζα να τον ξαναεκδώσω. Τον κρατούσα πάντα σαν ένα νεανικό βίωμα, εξομολογημένο μ` έναν "άξεστο" τρόπο. Αλλά αυτού του είδους η "άξεστη" γραφή θα συνεχισθεί και στα επόμενα βιβλία μου -και δίνω μιαν απόλυτα θετική έννοια σ` αυτή την λέξη, "άξεστος". Σημαίνει τον θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο πέτρες και κινδύνους να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα, τις "κατακόρυφες" θανάσιμε πράξεις. Πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη στον "Πεισίστρατο". Πέρα όμως από αυτά, ο Πεισίστρατος, συγκεκριμένα, είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα σ` εκείνη την βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της (για όσους την ζήσαμε από παιδιά) πολύτιμή αθλιότητα. Και όχι απλά να δικαιωθεί -αλλά να δικαιωθεί σαν μια δαιμονική ιδιοφυία. Το "υπερβολικό διήγημα" που, φαινομενικά, είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος και η ανήμερη μανία του να γίνει ο βασιλιάς της Καρθαγένης.