Η οραματική και βίαιη γραφή του δανείζεται από όλα τα στρώματα της ελληνικής γλώσσας. Με ένα ενδόμυχο ξέσπασμα, στα όρια της εξομολόγησης, δημιουργεί μία ανεπανάληπτη λογοτεχνική αλχημεία όπου η υπέρμετρη βαρβαρότητα συμβαδίζει με την υπερβατικότητα, όπου η παθολογία του εμφυλίου αντικατοπτρίζεται στους αρχαίους πολέμους, όπου η ανθρωποκτονία, ο εξευτελισμός, η χλεύη, ο βιασμός συμμειγνύονται με την προσευχή, και την αγριότητα της μοναξιάς. Ένα παραισθησιογενές σύμπαν που αφηγείται, σαν ένας εφιάλτης εν εγρηγόρσει, την σφοδρή εκτόξευση ενός εθνικού υποσυνείδητου προς το μηδέν. Ένα "πάθος" κατακλυσμένο από την σκιά της Ιστορίας όπου μόνο η ομορφιά και ο πόθος της γραφής σώζουν από τη φρίκη. Ο Δημητριάδης είναι ο ποιητής του ασυμφιλίωτου.
(Γιάννης Κόκκος)
Η ιστορία της λογοτεχνίας σηματοδοτείται, κατά καιρούς, από κάποια μοναχικά έργα, που μία τελειότητα στην έκφραση της απελπισίας ή της φρίκης τα κάνει να λάμπουν σαν μαύρα διαμάντια. Το "Πεθαίνω σαν χώρα" ανήκει σ` αυτήν την εντυπωσιακή οικογένεια. Γίνεται να βυθιστούμε πιο βαθιά απ` όσο αυτό το βιβλίο στα έγκατα του ανθρώπου; Ο φυσικός και πνευματικός θάνατος μιας ηττημένης χώρας αποτελεί εδώ την προσωποίηση ενός άλλου θανάτου πιο ριζικού, εκείνου όλων των ανθρώπινων αξιών και του ίδιου του ανθρώπου. Δεν μας δίνεται καν η παρηγοριά να ελπίζουμε σ` έναν καλύτερο μελλοντικό κόσμο, μ` αυτήν την εσαεί στείρα ανθρωπότητα όπου οι γυναίκες δεν μπορούν πλέον να τεκνοποιήσουν. [...] Αν υπάρχει ένας ήρωας σ` αυτό το φαινομενικώς δίχως κεντρικό πρόσωπο βιβλίο, αυτός είναι χωρίς αμφιβολία η γλώσσα, οι λέξεις, που εδώ εξαίρεται η ισχύς τους, εφόσον είναι ικανές "να κάψουν για πάντα τη γλώσσα". Και πιο συγκεκριμένα την ελληνική γλώσσα, της οποίας βλέπουμε να παρελαύνουν, καθώς πάνω σε πλημμυρισμένο ποτάμι, συντρίμμια αποσπασμένα από ολόκληρη την ιστορία της, από όλες τις κλίμακές της -δίχως να γνωρίζουμε εάν όντως πρόκειται, όπως το αναγγέλλει το κείμενο, για ένα ύστατο πυροτέχνημα, ή, αντιθέτως, για μία επίδειξη ανανεωμένης αφθονίας και ζωής.
(Michel Volkovitch)