Συνθέτοντας τις γραμμές αυτές θυμάμαι έναν δάσκαλό μου, πριν από πολλά χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του `60· προσπαθούσε να ερμηνεύσει τον αγώνα της ζωής του ανθρώπου μετά την ενηλικίωσή του, τον ταύτιζε με τον αγώνα του ανθρώπου να επαναποκτήσει τον `χαμένο παιδικό παράδεισο`, έναν αγώνα μάταιο, το πόσο μάταιος είναι, μου έλεγε, `θα το διαπιστώσεις όταν βρεθείς κάποτε μπροστά στην Σφίγγα, στην έρημο, λίγο έξω από το Κάιρο, το δηλώνει κοροϊδευτικά αιώνες τώρα με το αινιγματικό της χαμόγελο`. Σκέπτομαι μήπως η προσπάθειά μου να γυρίσω στις ρίζες, στο Δεμιρδέσι, από όπου μικρός, λίγων χρόνων, χάνοντας βίαια τον `παιδικό παράδεισο`, που δεν έζησε, και τους δικούς του, έφυγε ο πατέρας μετά την Καταστροφή, και στην Προσοτσάνη, η οποία τον δέχθηκε και όπου ρίζωσε πρόσφυγας αργότερα, είναι προσπάθεια ίσως μάταιης επιστροφής σε κάτι που χάθηκε οριστικά, στον `χαμένο παράδεισο` του δασκάλου μου, σε έναν κόσμο όπου τα όνειρα, οι προσδοκίες, οι επιθυμίες, και οι πιο τρελλές, δεν είχαν όρια, όλα ήταν μπορετά κάτω από έναν ουρανό με άστρα που προσπαθούσαμε να πλησιάσουμε, και αυτό διότι δεν είχαμε τίποτε να χάσουμε, τίποτε να βάλουμε στην ζυγαριά της συγκρίσεως, μας έλειπαν τα πάντα... [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]