«Ήθελα να σου μάθω όσα ξέρω γι` αυτό» του είπα. «Να σου τα μάθω χωρίς να χρειαστεί να πονέσεις όσο εγώ για να τα βρεις από μόνος σου. Αλλά τα ξέρεις. Τα περισσότερα, τουλάχιστον. Για τα υπόλοιπα, ναι. . . θα σου τα πω. Όσα ξέρω, και όσα καταλαβαίνω από σένα. Μου μαθαίνεις ένα σωρό λεπτομέρειες κι εσύ. . . Σ` ευχαριστώ. Καινούργια πράγματα. . . Τις φωνές. . .» «Είμαστε παράξενοι, ε;» Το σκέφτηκα μια - δυο στιγμές. «Ναι, πολύ». «Ωραία». Η Τσιγγάνα, λίγο πιο δίπλα, ταΐζει τους νεκρούς μ’ ένα μαχαίρι που το αγόρι της χάρισε πριν δυο μέρες στο λιμάνι. Η λάμα του μου θυμίζει χαμόγελο. Μια πνοή του αέρα γλιστράει πάνω μου και μ’ ανατριχιάζει. Φυσάει. Μου αρέσει η δροσιά. Μου αρέσει να ανατριχιάζει το δέρμα μου. Αφήνω την πετσέτα μου να γλιστρήσει και βγαίνω στο μπαλκόνι καλωσορίζοντας την πόλη. Ανατριχιάζει και εκείνη βλέποντάς με.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]