`Ο Εβυθός`:
Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ` όνειρο ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κ` έτρεμε σαν το φυλλοκάλαμο η φτωχή.
Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτοια.
- Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! Της έλεγε.
- Πως να σωπάσω, παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά μπουκιά το ψωμί...
Κ` έτσι λέγοντας δερνότανε κ` έκλαιγε η παπαδιά.
Νταγκ - νταγκ!... Νταγκ - νταγκ!... ακούστηκε κείνη την ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σήμαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λειτουργιά. [...]