«`Πάλι δικαιώματα; Δεν είπαμε να μη χρησιμοποιούμε άγνωστες λέξεις;`
`Ωραία. Τι θέλουμε να ζητήσουμε λοιπόν;`
`Ένα παγωτό`.
`Πάψε εσύ. Όχι τέτοια δικαιώματα`.
`Γιατί το παγωτό δεν είναι δικαίωμα;`
`Όχι, το παγωτό είναι ένα γλυκό`.
`Εγώ προτιμώ το παγωτό από ένα δικαίωμα`.
Κι ενώ διαφωνούσαν μεταξύ τους για το παγωτό και το δικαίωμα, ένα πελώριο πανό κατεβαίνει... κατεβαίνει από ψηλά και φαίνεται να κλείνει απειλητικά τον δρόμο.
Πώς ένα παιδί αντιλαμβάνεται έννοιες όπως δικαίωμα, αξιοπρέπεια, διαφορά παρά μόνο μέσα στον δικό του χρόνο, παρά μόνο μέσα στο δικό του αντιληπτικό σύμπαν; Πώς ένας μεγάλος κατανοεί αυτό το λευκό παρά μόνο μέσα από έναν οφειλόμενο νόστο στα χρόνια της αθωότητας; Γιατί μόνο τότε είναι δυνατό να εννοήσουμε όλοι μας τις οικουμενικές διαστάσεις του παιδικού Ασήμαντου: Το δικαίωμα όλων των παιδιών για παγωτό `να χτυπά πλήκτρα και να παράγει ευφωνία. Δηλαδή με τον τρόπο του, δικαιοσύνη`».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]