Σήμερα που στην ταξική πολυδιάσπαση των κοινωνικών σχηματισμών προστέθηκε και η εθνολογική, το ζήτημα της `κοινωνικής ομοιογένειας ή ετερότητας` επανέρχεται σε διαφορετική βάση, με διαφορετικές επιστημολογικές οριοθετήσεις και φυσικά με νέες παραμέτρους ως προς τη διατύπωση και την ανάλυση των δομικών και των λειτουργικών παραμέτρων του ζητήματος. Το διαφορετικό δεν ορίζεται πλέον αποκλειστικά με όρους ταξικούς αλλά και με όρους εθνολογικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς ή πολιτισμικούς. Η εθνολογική ομοιογένεια ως σταθερά της κοινωνικής ζύμωσης και της εκπόνησης κάθε είδους πολιτικής εκ μέρους της συντεταγμένης πολιτείας ή άλλων αρμοδίων φορέων έχει πάψει να υφίσταται. Το παζλ της κοινωνικής σύνθεσης μεγαλώνει και τα κομμάτια του πολλαπλασιάζονται. Τα κράτη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση, προσπαθούν να διατηρήσουν τους όρους της φιλελεύθερης δομικής συγκρότησής τους, επαναπροσδιορίζοντας τους συνεκτικούς τους κρίκους και ανακαλύπτοντας τη δύναμη του `έθνους-κράτους`. Οι στόχοι των πολιτικών αποφάσεων αναθεωρούνται και οι κοινωνικοί θεσμοί ανασυγκροτούνται στο όνομα μιας ορατής διακύβευσης της ικανότητάς τους να εξασφαλίζουν την κοινωνική διατήρηση και αναπαραγωγή. Κατ` αυτόν τον τρόπο η ανάδυση στερεοτύπων στρατεύεται στο όνομα της διαφύλαξης της εθνικής καθαρότητας και της λυσιτελούς αναπαραγωγής της. Έτσι κοινωνικοί θεσμοί, όπως το σχολείο, καλούνται να διατηρήσουν και να αναπαραγάγουν την εθνική πολιτισμική κληρονομιά, περιθωριοποιώντας τους `επικίνδυνους ξένους` ή ακόμα ενσωματώνοντάς τους σε μια πλασματική ομοιομορφία, η οποία θα διατηρεί απλώς την ενδογενή της ταξική ανομοιομορφία. Η αλήθεια είναι ότι άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, όπως οι οικονομικοί, αναλαμβάνουν -τώρα με περισσότερο ζήλο- την ταξική αναπαραγωγή, ενσωματώνοντας τους `διαφορετικούς` στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Άλλωστε, οι εθνικές, γλωσσικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές μειονότητες αποτελούν τις περισσότερες φορές τα μεγάλα τμήματα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει μια νέα πραγματικότητα. Παύει να είναι μια από τις πιο ομοιογενείς φυλετικά, πολιτιστικά και γλωσσικά κοινωνίες, αφού από την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μια διαρκή και με κυμαινόμενες αυξομειώσεις εισροή `ξένων`. Οι `ξένοι` αυτοί έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους: είναι οικονομικοί μετανάστες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, νεοπρόσφυγες ποντιακής καταγωγής από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή οικονομικοί μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες από ισλαμικές κυρίως χώρες. Η είσοδός τους στη χώρα δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα ανισότιμης πολυγλωσσίας-πολυπολιτισμικότητας σε ένα έθνος-κράτος εντυπωσιακά ομογενοποιημένο γλωσσικά και πολιτισμικά. Το ζήτημα της ετερότητας είναι σήμερα τόσο επίκαιρο όσο ποτέ. Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να παρακολουθεί σοκαρισμένη τη διάσπαση της ιερής της ομοιογένειας, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να αναγνωρίζει εθνικούς `εχθρούς`. Επιχειρούμε λοιπόν να αναδείξουμε τις διαστάσεις της ετερότητας, όπως αποτυπώνονται σε ένα πλέγμα επιστημονικών πεδίων: τη φιλολογία, την ιστορία, την κοινωνιολογία, τη γλωσσολογία, τις πολιτισμικές σπουδές και τις επιστήμες της εκπαίδευσης. Στην ουσία σκιαγραφούμε όψεις της ετερότητας όπως αυτές αναδεικνύονται μέσα από επιστημονικές αναζητήσεις διαφορετικών γνωστικών πεδίων συνθέτοντας ένα -προς συναρμολόγηση- παζλ διεπιστημονικού ενδιαφέροντος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]