«Όταν κατάλαβα ότι ο Μάριο ήταν νεκρός, θυμήθηκα όλες τις λεπτομέρειες. Οι άνθρωποι τα είχαν διηγηθεί στη γιαγιά μου χωρίς να παραλείψουν τίποτα. Ο Μάριο διέσχιζε το χωράφι, λίγο πιο πέρα, στην έξοδο του χωριού. Είχε κρύψει τη βόμβα σ` ένα σακίδιο, έτρεχε. Μπορεί τα πόδια του να σκόνταψαν σ` ένα σβόλο χώμα και να έπεσε. Η βόμβα εξερράγη. Δε βρήκαν τίποτα απ` τον Μάριο. Ήταν υπέροχο. Ήταν σαν ο Μάριο να είχε πετάξει προς έναν άλλο κόσμο, προς την Ουράνια. Έπειτα τα χρόνια πέρασαν, ξέχασα κάπως. Μέχρι σήμερα, μετά από πολύ καιρό, που η τύχη με ένωσε με κάποιον που ήταν ο πιο παράξενος νεαρός που γνώρισα ποτέ». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]