Άργησα πολύ να γράψω, πέρασαν πάνω από 60 χρόνια από την ήττα του ΔΣΕ. Με το πέρασμά μας στην Αλβανία, οι σκέψεις μου ήταν πως θα απαλλασόμασταν από την ηγεσία του Ζαχαριάδη και πώς και πότε θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα. Ούτε λόγος για συγγραφή. Με τον επαναπατρισμό μου το 1975, πάλι ούτε σκέψη για συγγραφή απομνημονευμάτων. Είχα αφοσιωθεί με πάθος στη δράση για τη συνέχιση του αγώνα, για τα ιδανικά που με ενέπνεαν εντασσόμενος στο προοδευτικό κίνημα, με κύριο αίτημα την Αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την αποκατάσταση των αγωνιστών.
Η προσπάθεια να συγκεντρώσω τις αναμνήσεις μου γινόταν κάτω από συνεχή συναισθηματική φόρτιση και άγχος, να αποδώσω όσο καλύτερα μπορούσα τη δεκαετή δράση μου την περίοδο 1940-1949: Εύελπις Δευτέρας Τάξης όταν κηρύχτηκε ο Πόλεμος, φοιτητής του Πολυτεχνείου, μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, εκπαιδευτής στον ΕΛΑΣ Αθήνας, λοχαγός στο Τάγμα θανάτου της XIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δυο έτη παράνομος στην Αθήνα (1945-46), διμοιρίτης στο Αρχηγείο Ρούμελης του ΔΣΕ, διοικητής Τάγματος του 1947, ταξίαρχος της 144 Ταξιαρχίας του ΔΣΕ το 1948 και διοικητής της II Μεραρχίας μετά το χαμό του αείμνηστου ΔΙΑΜΑΝΤΗ.
Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες. Μετά από χρόνια είχαν σβηστεί από τη μνήμη, εν πολλοίς τα γεγονότα και τα ονόματα τοποθεσιών, μαχών και εξαιρετικών αγωνιστών, στελεχών, παληκαριών του ΔΣΕ. Δυστυχώς δεν είχα κρατήσει κανένα αρχείο, εκτός από ένα μικρό ημερολόγιο του 1947, όπου κατέγραψα επιγραμματικά τις σοβαρότερες μάχες. Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία μου. Όσο για τον κύριο σκοπό, είναι καθήκον μου να συνεισφέρω στην Ιστορία του Αγώνα μας. Ήταν πολλοί απλοί μαχητές και στελέχη που έγραψαν και γι` αυτό ήταν αξιέπαινοι και πάντα τους συγχαιρόμουν και τους συγχαίρω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]