Ο Οιδίποδας δεν προφθαίνει να δει καλά-καλά στη σκιά το παιδικό, συσπασμένο από τον τρόμο πρόσωπο ενός πολύ μικρού κοριτσιού, και ένας άξαφνος εκκωφαντικός θόρυβος τον κάνει να σηκώσει απότομα το κεφάλι του. Μόλις που ακούει την κοπελίτσα να κλείνει την πόρτα κλαίγοντας με λυγμούς. Καθισμένο τώρα απέναντί του, μπροστά στο τείχος, είναι ένα τέρας που κατέβηκε από τον ουρανό. Αναδιπλώνει ήσυχα τα πελώρια φτερά του, κοιτώντας επίμονα τον Οιδίποδα με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]