Αυτοί που πολύ βασανίστηκαν, γιατί δεν ξέρανε τι να κάνουν τον εαυτό τους, κι όταν τόμαθαν, είχε πια βραδιάσει - και, καμμιά φορά βγάζουν το παλιό καπέλλο τους έξω απ’ το παράθυρο, στη βροχή, κι ύστερα το κοιτάνε ευτυχισμένοι, αφού εκεί που πήγαν, τους είχαν με χαρά υποδεχτεί, και τους είχαν βάλει να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους,
αυτοί, που έζησαν χωρίς ιστορία, σαν τον Θεό,
κι ο γερο-ράφτης, πεθαμένος χρόνια, πάντα λίγο πιωμένος, ήρθε εκείνο το βράδι, «τα μέτρα, μου λέει, δε μου τάδωσαν σωστά», «μα εγώ του λέω, δεν είχα ποτέ μια δική μου γωνιά -πού, λοιπόν να το κρύψω;»
αυτοί, που με τα φτωχά παραμελημένα λόγια τους, ίσως να σκέπασαν εκείνο, που θα πεθαίναμε, αν φανερωνόταν.