Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, κόσμος πολύς στριμώχνονταν στο χάνι και τα βλέμματα ήταν στραμμένα, εκτός από την Αλέλια που πάντα τα τράβαγε πάνω της, στο Όκκραλ, ένα ψηλό, σκοτεινό πραματευτή που μόλις το απόγευμα είχε φτάσει στην πόλη. Άντρες και γυναίκες, από την πόλη, τα χωριά αλλά και τα ξένα μέρη τον κοιτούσαν. Διερευνητικά. Ανήσυχα. Με προσμονή. Λοξά. Τα νέα που τους έφερε δεν τους χάιδεψαν τ` αυτιά. Η άφιξη της βασιλοπούλας θα καθυστερούσε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]