Ο μύθος έχει ως βάση το προσωπικό ημερολόγιο, που κράτησε ο Λίνος Φαράκος κατά τις εφτά ημέρες φυλάκισής του στις ομοσπονδιακές φυλακές Σικάγου και τα δύο χρόνια της περιπέτειας, που ακολούθησε. Όσα ιστορούνται, διαδραματίζονται στις πόλεις Σικάγου και Νέας Υόρκης, σε φυλακές, σε πολυτελή γραφεία δικηγορικών εταιρειών, σε δικαστήρια, σε ειδικά γραφεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, όλα στην καρδιά του Σικάγου, στην Αστόρια Νέας Υόρκης, στο Μπρούκλιν και το Μανχάταν.
Στις 21 Ιουνίου 1989 τα Γραφεία Αντιπροσωπείας της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, που λειτουργούσαν με επιτυχία στην Αμερική, κλείστηκαν από τις Αμερικανικές Αρχές με ταυτόχρονη σύλληψη όλου του προσωπικού, μονίμων ή εκτάκτων, τοπικών υπαλλήλων. Τα γραφεία αυτά διευθύνονταν από την Κεντρική Διοίκηση της Κτηματικής στην Αθήνα και, εκμεταλλευόμενα κάποια ελαστικότητα ή κενό της αμερικανικής τραπεζικής νομοθεσίας, δέχονταν καταθέσεις σε δολάρια -δεν είχαν αυτό το δικαίωμα- από νόμιμους καταθέτες της Ελληνική Ομογένειας. Οι καταθέσεις αυτές με νομότυπο τρόπο κατέληγαν στην Ελλάδα μέσα αμερικανικής Τράπεζας. Υπήρχε όμως μια "αφανής" παρανομία, που αποκαλύφθηκε βέβαια αργότερα.
Με πρωτοβουλία του καταθέτη και με σχετική διευκόλυνση της Τράπεζας τα ποσά στέλνονταν στην Ελλάδα, χωρίς πρώτα να φορολογηθούν υπέρ του Αμερικανικού Δημοσίου. Η σχετική νομοθεσία υποχρέωνε κάθε καταθέτη μετρητών, εφόσον αυτά ξεπερνούσαν ένα ποσό, από εφτά έως εννέα χιλιάδες δολάρια, να το δηλώνουν στην εφορία, συμπληρώνοντας ειδικό έντυπο. Οι καταθέτες έκαναν κατάχρηση αυτών των ορίων, "έσπαγαν" τα μετρητά σε μικροποσά, αγόραζαν από αμερικανικές τράπεζες επιταγές και τα κατάθεταν στην Τράπεζα, που με τη σειρά της πίστωνε το λογαριασμό του καταθέτη στο κεντρικό κατάστημα της κτηματικής στην Αθήνα. [...]
(από τον πρόλογο του βιβλίου)