Η Μπεατρίς Φραγκονάρ, μια φιλάργυρη εξηντάρα αντικέζ που ταξιδεύει με τον υπηρέτη της Ξαβιέ, γνωρίζει σε μια δημοπρασία στο Δουβλίνο τη Δούκισσα του Νταντίλιον Σλιβ, η οποία την προσκαλεί στο πολυτελέστατο ιστιοφόρο ενός φίλου. Ανάμεσα στους επιβάτες, που πηγαίνουν στο νησί Μαν για μια δημοπρασία, διάφοροι «άσπονδοι» φίλοι της Δούκισσας, ξεπεσμένοι αριστοκράτες που την κυνηγούσαν μια ζωή και κατάφεραν να την εντοπίσουν. Έτσι, το ταξίδι αρχίζει μέσα σ` ένα κλίμα βαρύ και ειρωνικό. Σύντομα ο οδηγός του ιστιοφόρου βρίσκεται νεκρός. Κι ένα σαμποτάζ στο σύστημα πλοήγησης του σκάφους τούς αφήνει ακυβέρνητους μέσα σε μια νηνεμία απειλητική και μια ομίχλη πυκνή σαν βαμβάκι, μέσα σε τούτη τη θάλασσα όπου κάποτε, σύμφωνα με τους θρύλους, το άγγιγμα του Διαβόλου στα σκοτεινά νερά γέννησε τις τερατώδεις Νεράϊδες, που παίρνουν τη μορφή χαμένων προσώπων και παρασέρνουν τους ναυαγούς στη θάλασσα ή τους σκοτώνουν εν ψυχρώ. Και τον οδηγό του σκάφους πάει να συναντήσει πρόωρα ο γιατρός. Κι η παρέα μικραίνει, όλο και μικραίνει. . . Σε κάποια πτώματα βρίσκεται χαραγμένο σαν με πυρωμένο σίδερο το σημάδι του Θηρίου: 666. Όμως η Μπεατρίς δυσπιστεί. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]