Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αναδείξει ποικίλες πτυχές της παρουσίας του μουσουλμανικού πληθυσμού στο ελληνικό κράτος την περίοδο από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων έως την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Τα δύο αυτά χρονικά όρια σηματοδοτούν την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μιας πολυπληθούς μουσουλμανικής μειονότητας και τη μετανάστευση του μεγαλύτερου τμήματός της στην Τουρκία. Αφού παρουσιάζονται η γεωγραφική κατανομή και ο πληθυσμιακός όγκος των μουσουλμάνων στις ελληνικές Νέες Χώρες, με τις αυξομειώσεις που συντελέστηκαν την περίοδο 1912 - 1923, ερευνώνται οι αλληλεπιδράσεις που προέκυψαν από δύο ζεύγη σχέσεων: της μουσουλμανικής μειονότητας με την ελληνική διοίκηση και της μουσουλμανικής μειονότητας με τον χριστιανικό ντόπιο ή προσφυγικό πληθυσμό.
Το βασικό ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει η έρευνα για τις παραπάνω σχέσεις αφορούσε το πώς αντιμετωπίστηκε ο πρώην αλλόδοξος `δυνάστης` και συνώνυμο του εχθρού του Ελληνισμού από τους φορείς της ελληνικής κεντρικής και τοπικής εξουσίας καθώς και από τους ντόπιους χριστιανούς ή πρόσφυγες, πρώην ραγιάδες και θύματα των νεοτουρκικών ή κεμαλικών διώξεων.
Επιπλέον, ερευνήθηκε κατά πόσο τα δύο αυτά ζεύγη σχέσεων επηρεάστηκαν από γεγονότα μιας περιόδου γεμάτης ανακατατάξεις και εντάσεις, με κυριότερα τις πολεμικές συγκρούσεις (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α` Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία), την πολιτική διαμάχη του Εθνικού Διχασμού και τις επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Αντλώντας υλικό από πληθώρα αδημοσίευτων αρχειακών πηγών, η παρούσα μελέτη επιχειρεί την ανασύνθεση του πλέγματος των σχέσεων με την ελληνική διοίκηση και τον χριστιανό γείτονα, αλλά και του κοινωνικού βίου των μουσουλμάνων ανταλλαξίμων· της άλλης, δηλαδή, πλευράς της Ανταλλαγής των Πληθυσμών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]