Οι συζητήσεις γύρω από την ελληνικότητα στο μεσοπόλεμο και μετέπειτα είναι σε τελική ανάλυση μια εκδήλωση της γενικότερης σύγκρουσης ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον συντηρητικό αυταρχισμό. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι αποφεύγουν να δώσουν συνταγές ελληνικότητας καθορίζοντάς τη σαν κάτι το απροσδιόριστο, ένα είδος ύφους μοναδικού και αμίμητου. Οι συντηρητικοί, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζουν την εθνικότητα στην τέχνη βιολογικά και αυστηρά επιβάλλοντας το αξίωμα του εδαφικού αισθητισμού. Η αντίθεση εδώ δεν είναι μόνο διαφορά αντιλήψεων αλλά και διαφορά παιδείας. Όσοι ορίζουν το νεοελληνισμό δυναμικά σαν κάτι το διαρκώς εξελισσόμενο και μεταβαλλόμενο (Θεοτοκάς, Σεφέρης) έχουν αγγλο-γαλλική παιδεία, όσοι όμως βλέπουν το νεοελληνισμό στατικά ή φυλετικά απηχούν τη γερμανική τους παιδεία ή νοοτροπία (Τσάτσος, Μεταξάς). (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]