Αν το σχολείο αρέσκεται να διακηρύσσει ότι λειτουργεί ως δημοκρατικό όργανο για την κοινωνική κινητικότητα, εντούτοις λειτουργεί ταυτόχρονα για να νομιμοποιεί, κι επομένως να διαιωνίζει σε κάποιο βαθμό, τις ανισότητες ως προς τις ευκαιρίες απέναντι στην κουλτούρα, καθώς μετατρέπει, μέσω των κριτηρίων που χρησιμοποιεί για να κρίνει, τα προνόμια που ξεκινούν από τις κοινωνικές συνθήκες σε ατομικές αξίες και ατομικά `χαρίσματα`. Ξεκινώντας από τις στατιστικές, που μετρούν την ανισότητα των ευκαιριών για πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και το φύλο, και βασιζόμενοι στην εμπειρική μελέτη της συμπεριφοράς των φοιτητών και των καθηγητών καθώς και στην ανάλυση των - συχνά άγραφων - κανόνων που διέπουν το πανεπιστημιακό παιχνίδι, είναι δυνατόν να φέρουμε στην επιφάνεια, πέρα από την επίδραση των οικονομικών ανισοτήτων, τον ρόλο που παίζει η κληρονομημένη κουλτούρα, κεφάλαιο εκλεπτυσμένο, αποτελούμενο από γνώσεις - γνώσεις συμπεριφοράς και σωστής ομιλίας - τις οποίες τα παιδιά των προνομιούχων τάξεων οφείλουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, και το οποίο κεφάλαιο αποτελεί μια κληρονομιά τόσο αποδοτική όση η αποστροφή καθηγητών και φοιτητών να την αποδεχθούν ως κοινωνικό προϊόν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]