Οι ελεγείες του Ντουίνο
Duineser Elegien (τίτλος πρωτοτύπου)
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-99850-0-0
Περισπωμένη, Αθήνα, 5/2011
1η έκδ., Γερμανική, Ελληνική, Νέα
€ 14.93 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
24 x 17 εκ, 454 γρ, 169 σελ.
Γερμανική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Ο Αυστρογερμανός ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1875 στην Πράγα από πατέρα πρώην στρατιωτικό και μητέρα μια κοσμική γυναίκα, από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, κόρη αυτοκρατορικού συμβούλου. Ως παιδί και έφηβος δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχισμένος. Η παιδεία του ήταν ανοργάνωτη και αποσπασματική. Αρχικά ακολουθεί στρατιωτική εκπαίδευση, όμως αδυνατεί να προσαρμοστεί και τελικά λόγω εύθραυστης κράσης την εγκαταλείπει. Εισάγεται στην Εμπορική Σχολή του Λίντς, άλλα μετά από έναν χρόνο επιστρέφει στην Πράγα και συγκεντρώνεται στις σπουδές του το 1895 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου και διδάσκεται λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης, φιλοσοφία και για ένα εξάμηνο νομικά. Συνεχίζει τις σπουδές του σε Μόναχο και Βερολίνο. Τα-ξιδεύει ακατάπαυστα σε όλη την Ευρώπη. Καρπός των επισκέψεων του στη Ρωσία, που θα αποτελέσουν ορόσημο στη ζωή του, είναι το "Ωρολόγιον" (1905). Το 1901 παντρεύεται τη γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ και την ίδια χρονιά γεννιέται η κόρη τους. Εγκαθίσταται στο Παρίσι, το γεωγραφικό και καλλιτεχνικό του επίκεντρο για δώδεκα περίπου χρόνια, όπου συνδέεται στενά με τον Ροντέν και εξελίσσει ένα νέο ύφος ακραίας γλωσσικής και λυρικής εκλέπτυνσης, το όποιο αντανακλάται στα "Νέα Ποιήματα" (1907- 1908) και τις "Αναμνήσεις τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε" (1910). Περιέρχεται σε δημιουργική κρίση και βαθύτατη κατάθλιψη έως το 1922, όποτε εν μέσω δημιουργικού παροξυσμού ολοκληρώνει τις "Ελεγείες του Ντουίνο" (1923), που συνέλαβε σε μια στιγμή διαύγειας το 1912 στην Ιταλία, ενώ συνθέτει σε διάστημα λίγων μόλις ημερών τα "Σονέτα στον Ορφέα" (1923), εμπνευσμένα από τον θάνατο ενός νεαρού κοριτσιού· τα δύο αυτά έργα θα θεωρηθούν τα ποιητικά του αριστουργήματα και θα του χαρίσουν διεθνή φήμη. Ο Ρίλκε έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μυζό, κοντά στη λίμνη της Γενεύης, στην κοιλάδα του Ροδανού, και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 στο σανατόριο του Βαλμόν στην Ελβετία από λευχαιμία. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Ρίλκε ασθένησε όταν αγκυλώθηκε από το αγκάθι ενός ρόδου καθώς φρόντιζε τον κήπο του.

Ήταν Ιανουάριος του 1912, μια παγωμένη μέρα του χειμώνα, μ` έναν μανιασμένο βόρειο άνεμο που αποκαλείται bora να αναδεύει τη θολούρα τ` ουρανού με το ασήμωμα της θάλασσας, όταν ο Ρίλκε, περπατώντας κατά μήκος της απόκρημνης ακτής, εξήντα μέτρα πάνω απ` το νερό, με μιαν έγνοια στο μυαλό και την πικρή απουσία της μούσας στην καρδιά, άκουσε άξαφνα να ηχεί μες στο κεφάλι του μια φωνή πού υπαγόρευε: "Ποιός, αν κραύγαζα, θα μ` άκουγε άραγε απ` τις τάξεις των αγγέλων;".

Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι "Ελεγείες"· σπάνια ο ποιητικός μύθος καταγράφηκε πιο λαμπρά ρομαντικός. Όταν δέκα χρόνια αργότερα η συγγραφή τους ολοκληρώθηκε, έμελλε να θεωρηθούν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητικούς κύκλους του αιώνα. Δέκα εκτενή ποιήματα, γραμμένα κατά την ανασφαλή χρονική περίοδο πριν και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, που πραγματεύονται κι επανεξετάζουν όλες τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, αντιτάσσοντας στο αδιέξοδο της μοντέρνας συνθήκης την πίστη στο βιωμένο αίσθημα και την εσωτερική εμπειρία. Δέκα επίμονοι μονόλογοι μεταξύ μέρας και νύχτας, ζωής και θανάτου, έρωτα και αποχωρισμού, Θεού και άνθρωπου.

Με τις "Ελεγείες" του ο Ρίλκε οδηγεί στα άκρα τον ευρωπαϊκό λυρισμό και την αντιληπτική μας ικανότητα- ποιήματα πυκνού μα αστραφτερού νοήματος, τάσσονται πλήρως στην υπηρεσία όχι απλώς της αναθύμησης ή έστω αναβίωσης των πραγμάτων, αλλά της ολοκληρωτικής μεταμόρφωσης τους, ώστε ο κόσμος να αναδημιουργείται αδιάσπαστος μέσα μας, καθιστώντας οποιαδήποτε άλλη ένταση πραγματικότητας ανεπαρκή. Οι "Ελεγείες" διανοίγονται μες στη σιωπή και την αφαίρεση ως άσματα θρηνητικά, αλλά ο θρήνος, προκαλώντας εδώ τη βαθύτερη ομορφιά της ανήσυχης ανθρώπινης καρδιάς, τελικά, ως χειρονομία σχεδόν ιερή, καταφάσκει απόλυτα στη ζωή.

Με σημειώσεις του μεταφραστή Σωτήρη Σελαβή και ένα επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη.