Η «Οδός Ναυαγών» είναι ένα στενό δρομάκι. Εκεί, βρίσκονται κάποιες ξεχασμένες στο χρόνο βιτρίνες μαγαζιών με σαραβαλιασμένα παράθυρα και σάπιες πόρτες. Κάποτε ήταν ένας πολυσύχναστος δρόμος όπου δέσποζαν χρυσοχοεία, κουρεία και καταστήματα «έτοιμων ενδυμάτων». Τίποτα δε θυμίζει την αίγλη του παρελθόντος. Όλα είναι κλειστά και αμπαρωμένα. Μόνο μια πόρτα μένει μισάνοικτη, αυτή του παλιού «υποδηματοποιείου». . . Μέσα στα χαλάσματα, ένας τσαγκάρης καρφώνει και ξανακαρφώνει την ίδια πρόκα, πάνω σε κάποια σόλα παπουτσιού, σε οτιδήποτε βρει μπροστά του. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά κάθε πρωί. Αυτός ο άνθρωπος - ναυάγιο, ο κυρ-Μάρκος, λένε πως τρελάθηκε όταν το μαγαζί του έπεσε έξω λόγω του ανταγωνισμού με τα καινούρια παπούτσια που χτύπησαν την αγορά. Μαζί με το κουφάρι του μαγαζιού του και τα κουφάρια των παπουτσιών του, σέρνει και το δικό του κουφάρι, βρίσκοντας μόνη παρηγοριά σε μια πρόκα. . . Εκείνη την πρόκα που κάποτε σαν μαθητευόμενος τσαγκάρης πρωτοκάρφωσε σε μια σόλα, εκείνη την πρόκα που χάρις σ` αυτήν, όπως ο ίδιος λέει, έφτιαξε την οικογένειά του. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]