Η Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει να χωνεύη την περίεργη προσφυγιά. Την πολυποίκιλη. Την πολύχρωμη. Την πολυπολιτισμική. Τα πιο έξυπνα αλλά και πονηρά από τα κοριτσάκια είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από τίς παρέες του κλειστού κύκλου κι είχαν αρχίσει να συναγελάζονται με τα Ελληνόπουλα. Έκαναν αγώνα, και το κατάφεραν, να αποδιώξουν από το στόμα τους και την αλλοεθνή προφορά. Καμάρωναν γι` αυτό. Κυρίως τα παιδιά που είχαν βαθειές τις ρίζες στον Ελληνισμό. Δεν τα ξεχώριζες. Ήταν και πολύ καλοί μαθητές. Ήθελαν να ξεφύγουν μπροστά. Να δείξουν τι αξίζουν. Ίσως, ακόμη, να πάρουν εκδίκηση για τους γονείς τους, πού ήρθαν μεγάλοι στην ηλικία καί δεν μπόρεσαν να δείξουν την αξία τους.
Η "Οδός Ελλάδος" κυριαρχούσε στο μυαλό του συγγραφέως από την δεκαετία του 1990, και η ανάγκη να ολοκληρωθή και να κυκλοφορήση έγινε πιο επιτακτική το βράδυ των Ιμίων. Κυριολεκτικά αδήριτη.
Η πτώση του σιδηρού παραπετάσματος έδωσε την "ευκαιρία", για μία ακόμη φορά, στον Ελληνισμό να συνυπάρξουν στον στενό χώρο που κατέχει, όλα του τα παιδιά. Τα παιδιά της διασποράς.
Αυτούς τους πρόσφυγες και την αγάπη τους, την μοναδική, για το Γένος κατέγραψε ο Α. Χ. Κορτσάρης, γνωστός συγγραφεύς από τα προηγούμενα βιβλία του. Γεννημένος στην Φλώρινα έζησε τα πρώτα του χρόνια ανάμεσα στους πρόσφυγες της Πελαγονίας του 1912 αλλά και τους μεταγενέστερους της μείζονος περιοχής της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, του Καυκάσου.Του χώρου που εξετείνετο για περισσότερα από χίλια χρόνια ή συνέχεια της Αρχαίας Ελλάδος. Το Βυζάντιο.