-Το φως του ήλιου καρφώθηκε στα μάτια μου. Χώθηκα κάτω από την κουβέρτα. Στα σκοτάδια. Σαν τον ασβό. `Κρύψου` σκέφτηκα κι έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου.
-Ο ήλιος φίλησε την άμμο. Η άμμος ρίγησε από πόθο και στέναξε ηδονικά. Η θάλασσα άνοιξε την αγκαλιά της κι έκλεισε δυο κοχύλια.
-Κατέβασα την τέντα στο μπαλκόνι αρκετά χαμηλά, ώστε να μην μπορεί να εισβάλει καμιά συμμορία ηλιαχτίδων.
-Ανοίγω την κατσαρόλα και δε νιώθω τίποτα. Απέραντη ησυχία. Σα να μην υπάρχει μέσα φαγητό.
-Η ερώτησή του έσβησε στον αέρα αφήνοντας πίσω της πολλά ερωτηματικά. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Μια κοφτή ανάσα την έσπασε για λίγο και μετά τίποτα.
-Κι αν έφυγα και δεν ξαναγύρισα, κανείς δεν το κατάλαβε. Μόνο η μικρή κατάσκοπος. Αυτή με είδε να πηδάω απ` το μπαλκόνι.
-Πότε θα ανέβω ξανά τις σκάλες; Μου έλειψαν. Πάλι πρέπει να καλέσω το ασανσέρ. Πάλι τα ίδια. Ίδια μονότονη μέρα.
-Ήταν κατά το ήμισυ σεβασμός και κατά το ήμισυ φόβος. Μια σχέση ισοβαρής. Ο ένας υπέμενε, ο άλλος παίδευε. Και οι δύο συνεπείς.
-Εδώ είμαι. Έξω απ` τις πύλες της κολάσεως. Hotel Paradise. Στ` αλήθεια το κάνω; Έλα, τώρα δεν έχει γυρισμό. Θα το κάνεις. Αυτό ήταν.
Σύντομα διηγήματα, αναπάντεχα κι ανατρεπτικά, αγωνιώδη κι ανατριχιαστικά, απολαυστικά κι ανθρώπινα. Διηγήματα πολλών διαθέσεων για κάθε διάθεση. Με μια λέξη διηγήματα που περιμένουν να σας αποπλανήσουν, ν` αγαπηθούν και ν` αγαπήσουν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]