... Kαι το μολύβι μου, πολύ το αγαπάω. Tο πιάνω, το χαϊδεύω, και γλυκαίνεται τ` αυτί μου όταν ακούω το απάλαφρο σούρσιμό του πάνω στο χαρτί. Σαν μπερδεύονται μέσα μου οι έννοιες και δυσκολεύομαι να εκφραστώ, το βάζω στο στόμα -θερμόμετρο μαθές- και το γεύομαι, σέρνοντας τη μύτη της γλώσσας μου πάνω στη δική του μύτη ή, από την άλλη πλευρά, πάνω στα βαθουλωμένα γράμματα του κατασκευαστή του. Tώρα πια διαβάζω και με τη γλώσσα. Eίναι όμως φορές που δεν τα καταφέρνω ή δε μου ταιριάζουν οι λέξεις, και το δαγκώνω τρυφερά, σαν χαϊδολογούσα γάτα. Άλλοτε πάλι ζορίζομαι πολύ και μπήγω τα δόντια μου βαθιά, ως την καρδιά του ξύλου. Kι εκείνο το πράσινο χρώμα που ξεφλουδίζει -από μικρός το θυμάμαι- έχει ακόμη την ίδια γεύση.
Στις ατραπούς των κειμένων που περιέχονται, μια ποιητική ευαισθησία κυκλοφορεί εκτελώντας ειρωνικές σούζες, σκοντάφτοντας σε έμψυχα αντικείμενα, επιχειρώντας βουτιές στους εσωτερικούς όρμους των ηρώων τους, ανιχνεύοντας ηδονοφόρες φλεβούλες... Συχνά πυκνά διασταυρώνεται και εμπλέκεται με περισσή φαντασία στα πλοκάμια του χρόνου ή κλοτσάει την ερωτική στέρηση με διακριτικό χιούμορ, ενώ σ` όλη τη διαδρομή φτεροκοπούν γύρω της νύξεις για ό,τι φυσικό και ανθρώπινο χάθηκε ή είναι για μας σαν χαμένο.