Ο φόβος στη μελέτη αυτή για το θέατρο του Αισχύλου, δεν είναι φόβος μπροστά στα παρόντα δεινά, αλλά τρόμος και αγωνία για τα επερχόμενα. Και καθώς δεν είναι έλλογη ανησυχία αλλά πανικός, συνοδεύεται από όλα τα φυσιολογικά συμπτώματα, που προκαλούν οι συμφορές: δρα πάνω στα όργανα, φέρνει σύγχυση και τονίζει κατά τρόπο μοναδικό τον εξωλογικό χαρακτήρα του φόβου. Η βούληση των θεών φαντάζει μυστηριώδης και ως εκ τούτου αυθαίρετη. Ο φόβος είναι απόδειξη της ενοχής, υποκατάστατο των τύψεων που στέλνουν οι θεοί, προαναγγέλλοντας την τιμωρία που πρόκειται να επιβάλουν. Ώστε ο φόβος γίνεται κεντρί και Ερινύα που καταδιώκει τον ένοχο. Αλλά αν, όπως ο Δίας στον «Προμηθέα», οι θεοί ξεπεράσουν την αυθαιρεσία τους και οι άνθρωποι καταφέρουν να τους δουν ως φορείς του δικαίου, τότε καταλαβαίνουμε γιατί στο τέλος της «Ορέστειας» ο φόβος γίνεται χρήσιμος και παίζει σημαντικό ρόλο στον ηθικό βίο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος φοβάται το βλέμμα των θεών, διαισθάνεται τη θεϊκή οργή και, εντέλει, οδηγείται με τον Αισχύλο στη θεωρία του «καλού» φόβου, που νουθετεί.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]