Μοναχικό και υπόγειο μέχρι πείσματος, το έργο του Maurice Blanchot είναι από τα πλέον γοητευτικά της μεταπολεμικής περιόδου. Τα αφηγήματά του είναι το καθένα κι από μία δοκιμή όπου το κειμενικό τεχνουργείο τίθεται σε δοκιμασία για να θέσει ερωτήματα στην ίδια του την θεμελίωση. Ωθούν την λογοτεχνία έως εκείνη την ζώνη όπου η ίδια αυτοδιαλογίζεται αυτοδαπανώμενη, αυτοκαταστρέφεται και αυτοαναλώνεται από την δική της εσωτερική κίνηση.
Έπειτα από συγγραφείς όπως ο Valery ή ο Bataille, ο Blanchot έθεσε σε διακύβευση την ίδια την ύπαρξη της λογοτεχνίας, την αισθητική, φιλοσοφική, ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία της : Έβαλε φωτιά στις βιβλιοθήκες, εικονογραφώντας μ` αυτόν τον τρόπο την φράση εκείνη του Holderlin την οποία σχολιάζει ο Heidegger : ` Από όλα τα αγαθά η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο `. [...] ` Η γλώσσα, λέει ο Blanchot, είναι σκοτεινή επειδή λέει πάρα πολλά, αδιαφανής επειδή δεν λέει τίποτα : το διφορούμενο είναι παντού `. Αυτή είναι η διακινδύνευση της ποίησης, επειδή ο ποιητής είναι εκείνος που ` ακούει μία γλώσσα ανερμήνευτη `.
Πραγματικότητα του μη πραγματικού, παρουσία της απουσίας, βόμβος ενός περίλυπου κυματισμού που εκτοπίζει την γλώσσα σ` ένα εντεύθεν του εαυτού της, αυτή είναι η μπλανσοτική μουσική. Φράζεις γκρίζες όπως στον Sade, εξαρθρωμένες, ερπετοειδείς, ατέρμονος δισταγμός όπου η σκέψη πνευστιά. Τα αφηγήματα του Blanchot, μέσα στην κατάθλιψή τους, είναι επίσης εντελώς λαβυρινθώδη και ερημωμένα. Συμβαίνει αυτό επειδή η λογοτεχνική εμπειρία είναι μία απώλεια, μία διασπορά, ως εάν να διαδραματιζόμασταν το πέραν του θανάτου μέσα από τις μικροσκοπικές σχισμές μιας πρόζας διαρρηγμένης, διαγεγραμμένης και διακεκομμένης : εξ ου αυτή η τοπολογία της αποπλάνησης, η οποία επανέρχεται τόσο συχνά στον Blanchot.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]