Μετά το 313 μ.Χ. (διάταγμα των Μεδιολάνων) η Εκκλησία εξήλθε προς τον κόσμο και έφερε το λόγο του Θεού στο κέντρο της πολιτικής ζωής της αυτοκρατορίας. Συγχρόνως οι αιρέσεις, που προήλθαν από τις ποικίλες επιδράσεις του περιβάλλοντος κόσμου, συνιστούσαν απειλή ορατή όχι μόνο για τη διάσπαση της ευχαριστιακής ενότητας της Εκκλησίας αλλά και της αυτοκρατορίας, τουλάχιστο κατά το ανατολικό τμήμα της, που έτεινε προς εκτεταμένο εκχριστιανισμό. Η Εκκλησία αντιμετώπισε τους αιρετικούς θέτοντας σε εφαρμογή το γνωστό από την αποστολική εποχή συνοδικό θεσμό. Για την αποτελεσματικότερη, όμως, υπεράσπιση της πίστεως χρειάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθοριστική συμβολή των αυτοκρατόρων, που, μετά από αιτήματα της Εκκλησίας, συγκάλεσαν, και ουσιαστικά βοήθησαν, τη συνοδική έκφραση της Εκκλησίας υπό τον τύπο του θεσμού των Οικουμενικών Συνόδων. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]