Ήρθε και στάθηκε πάνω απ` την αστραφτερή Machules. Με νωχελικές κινήσεις πέρασε στα χέρια του ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, κεντημένα όλο μ` ασημόκαρφα. Μετά φόρεσε τα γυαλιά του... Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι.
`Δεν καταλαβαίνω κανέναν` μουρμούρισε μέσ` απ` τα δόντια του και σήκωσε αργά το πόδι του, το ζύγιασε και το τίναξε με δύναμη πάνω στο πεντάλ καθώς τα γαντοφορεμένα χέρια του πέταξαν κι άρπαξαν το στριφτοκέρατο τιμόνι. Μαρσάρισε σκληρά, ώσπου ένα σύννεφο σκόνης ξεσηκώθηκε και τον τύλιξε. Μετά, πάντα χωρίς να βιάζεται, καβάλησε τη μοτοσικλέτα. Κοίταξε δεξιά-αριστερά, κι ύστερα σφίγγοντας τη Machules μες στα σκέλια του έδωσε όλο το γκάζι κι αναδύθηκε μέσα απ` το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σαν μαύρος άγγελος εκδικητής, ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της, και χύθηκε στην άσφαλτο χαράζοντας μιαν ασημένια λάμψη μες στ` απομεσήμερο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]