«. . . Μια έντονη λάμψη, που όσο πλησίαζε τόσο μεγάλωνε, ερχόταν από το σημείο που είχε κρυφτεί η χήνα. Όταν η Έρκυνα έφθασε κοντά στην αγαπημένη της χήνα, πήρε θάρρος η Περσεφόνη, έτρεξε και σήκωσε την πέτρα. Τότε από τα βάθη της γης ακούστηκε ένα δυνατό βουητό κι από παντού άρχισαν να αναβλύζουν νερά. Η Έρκυνα άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε ευτυχισμένη τη χήνα. . .».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]