O Κωσταντής στάθηκε στην ακροχωραφιά, λεύτερος και μοναχός. Το ψήλωμα όπου βρισκόταν έβανε αποκάτω του τη βρύση του χωριού και την πλατεία όπου συνηθούσαν ναποσπερίζουν οι χωριάτες. Δυο-τρία κληματόδεντρα ισκιώνανε τον τόπο, κ` είχαν κρεμασμένα από τις κλάρες τους κάτι θεόρατα τσαμπιά, που θέλαν ακόμα καιρό για να μαυρίσουν. Οι πέτρες και τα ξερόχορτα στους φράχτες σταλάζανε το μάλαμα του απόβραδου. [...]