Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος πάτησε κιόλας τα εβδομήκοντα, καλά να `ναι, ενσαρκώνει αυτό το αλλόκοτο είδος του αγοραίου που έχει καταπιεί βιβλιοθήκες, του αετονύχη που μπορεί να μιλάει τη γλώσσα του οιουδήποτε χωρίς να χάνει τίποτα από την προσωπικότητά του. Το επίτευγμα δεν είναι μικρό, αν αναλογιστούμε ότι η αδελφότητα των γραμμάτων και των επιστημών στα καθ` ημάς, διαπνεόταν πάντα από μια έκδηλη αντιπάθεια προς την ζόστομη λαϊκότητα. (...) Για να αποτιμήσουμε την πετροπούλεια φιλολογία - μιλάμε για ένα πελώριο έργο - θα έπρεπε να σταθούμε στα επιμέρους θέματα: φυλακή, κλεψιά, καλιαρντά, μπουρδέλο, καφές, μουστάκι, χασίσι, υπόκοσμος, ψειρολογία, φουστανέλα, φασουλάδα, κλπ., κλπ. Το ζήτημα δεν είναι τα παιδιά, όπως λένε οι γέροντες, αλλά η μήτρα που τα γεννάει. Σε τι σκαμνιά κάθισε, δηλαδή, ο συγγραφέας και σε τι σχολεία ξεσκόλισε. Ποιο είναι, τέλος πάντων, το κρυφό μεράκι αυτής της πρωτοφανούς λαογραφίας και σκατογραφίας, η οποία, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιήσει, έχει προαχθεί σε πρώτης τάξεως πατριδογνωσία; (...) Εκεί ακριβώς διέπρεψε ο Πετρόπουλος. Δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία τα θέματα: μπορεί να είναι προκλητικά, λαϊκά, σκαμπρόζικα. Αδιάφορο. Στα χέρια ενός άλλου θα ευτελίζονταν και θα έχαναν κάθε ενδιαφέρον. Αντίθετα, αποκτούν χαρακτήρα διότι τα εγκολπώνεται ένας άνθρωπος βαθύτατα τσακωμένος με τη νεοελληνική πραγματικότητα. Για να θυμηθούμε και λίγο τους διανοούμενους της προτεσταντικής Ρωσίας, μόνο όταν αναθεματίσεις τον τόπο σου τον μαθαίνεις. Αλλιώς, απλώς τον ανέχεσαι. Κατά συνέπεια, η εξορία, ο εκτοπισμός στην πορεία του Πετρόπουλου ενήργησε δημιουργικά, σαν ελιξήριο ευφυΐας και έμπνευσης. Αξίζει να τονίσουμε ότι δεν υποκύπτει στη νοσταλγία. Φανερά, τουλάχιστον. Διαγράφοντας το «τι Παρίσι, τι Αθήνα», έκανε έργο ζωής να αφηγηθεί το νεοελληνικό βίο σε όλες του τις περιφρονημένες διαστάσεις. Το αποτέλεσμα είναι έξοχο, διότι δεν έχουμε μόνο τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση, αλλά τον άνθρωπο που ξεπήδησε πάνοπλος από αυτή τούτη την ανάγκη: ο τόπος τον χρειαζόταν και τον έπλασε. (...) ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]