ΟΥΓΓΑΡΙΑ 1956. Η εξέγερση έχει κατασταλεί, τα τανκς περιπολούν στους δρόμους και κάθε ελπίδα για μια καλύτερη, ή έστω αλλιώτικη ζωή σβήνει. Χιλιάδες πρόσφυγες διαφεύγουν στη Δύση. Ανάμεσά τους μια γυναίκα, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Αναζητώντας μιαν άλλη τύχη, επιβιβάζεται σε ένα τρένο για τη Γερμανία, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς λέξη αποχαιρετισμού. Ο πατέρας πουλάει σπίτι και κτήμα, και μαζί με τα δυο παιδιά του ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι, μια περιπλάνηση ανά τη χώρα. Σταθμοί τους συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, σε πόλεις και χωριά. Κάθε άφιξη ακολουθείται, αργά ή γρήγορα, από μια νέα αναχώρηση, κάθε πρόσωπο που συναντούν έχει μια διαφορετική ιστορία να τους πει, κάθε τόπος αφήνει το σημάδι του στη μνήμη τους. Έτσι, ενώ ο πατέρας βυθίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο στη θλίψη, τα δυο αδέλφια ανακαλύπτουν ένα δικό τους κόσμο, που τον ξαναβρίσκουν όπου κι αν πάνε: ο μικρός Ίστι αφουγκράζεται τη γλώσσα των πραγμάτων, η Κάτα ακούει τις αφηγήσεις των ανθρώπων και οι δυο μαζί περνούν ώρες στις λίμνες και τα ποτάμια, όπου ο πατέρας τους μαθαίνει να κολυμπούν. Εκείνες τις ώρες κοντά στο νερό, όταν τον παρακολουθούν στις ατέλειωτες υδάτινες διαδρομές του, τα δυο παιδιά ζουν στιγμές μιας ανέμελης ευτυχίας. Και τότε καταλαβαίνουν ότι η ζωή τους μόλις αρχίζει.
Η Ζούζα Μπανκ, σε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα, ανασυστήνει μια χαμένη εποχή, αναπλάθει και αναβιώνει την ατμόσφαιρα μιας χώρας σε κατάσταση πολιτικής στασιμότητας, όπου η ζωή έμοιαζε να διαδραματίζεται αργά, υπόκωφα, σαν μέσα σε γυάλινο κώδωνα - «περιμέναμε διαρκώς πως κάτι θα συμβεί, αλλά δεν συνέβαινε τίποτα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]