Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζει σε μια εποχή (4ος/5ος αι. μ.Χ.), στην οποία ο Χριστιανισμός εξέρχεται από την κοινωνική του απομόνωση και μεταμορφώνεται σε μια κρατική θρησκεία που κυριαρχεί παντού στη δημόσια ζωή. Τα γραφτά του αντανακλούν τη μεταβατική αυτή περίοδο, όπου το ευαγγελικό ήθος υπερβαίνει τα όρια της Εκκλησίας και συγκρούεται με τις αρτηριοσκληρωτικές δομές του συστήματος, προσπαθώντας να επιβάλλει νέες εναλλακτικές μορφές ζωής σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. Σ` αυτή την κρίσιμη καμπή ο διάλογος ανάμεσα στο Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό, στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας, δεν είναι λιγότερο έντονος απ` ό,τι στο χώρο του δόγματος, δηλαδή την κοσμολογία ή τη γνωσιολογία. Η διπλή προσωπικότητα ενός Ευσέβιου ή ενός Ιουλιανού Παραβάτη μαρτυρεί ήδη τη δυναμική προσέγγιση από τους δύο κόσμους, που ζητούν, θαρρείς, να πλαστούν μαζί μέσα στην ψυχή του ενός ανθρώπου.
Ανατρέχοντας στις ομιλίες και σε άλλα έργα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο Κ. Μποζίνης εξετάζει τη στάση του μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας απέναντι στο Imperium Romannum, την κρατική εξουσία της εποχής του. Ακόμη, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται τις επιρροές που δέχθηκε ο Χρυσόστομος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, οι οποίες συνέβαλαν, μαζί με το Ευαγγέλιο και την προγενέστερη πατερική παράδοση, στη διαμόρφωση της πολιτικής του σκέψης.