Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες στο Μόντρεϋ στην Καλιφόρνια είναι ένα ποίημα, μια βρομισιά, έχει ένα δικό του φως, ένα έντονο χρώμα, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μα κι ένα όνειρο μαζί, μια νοσταλγία. Κάτι το σκόρπιο και το συγκεντρωμένο, σίδερα, τενεκέδες, σκουριά και πελεκούδια, το στρώσιμο του δρόμου όλο γούβες, παντού κουλούρες τα σκοινιά, κόφες λαχανικά, φάμπρικες για σαρδέλες του κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα μικρομάγαζα, εργαστήρια χημικά, παλιοξενοδοχεία. Κάποιος είπε πώς στο δρόμο τούτο κατοικούνε «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι» - εννοούσε, δηλαδή, πώς κατοικούνε άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ‘χε πει πώς κατοικούνε «άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» - και πάλι θα εννοούσε το ίδιο (. . .).
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]