Το βιβλίο αυτό εξετάζει, στο πλαίσιο της πολιτισμικής ιστορίας, την αλλαγή "παραδείγματος" όσον αφορά στις αντιλήψεις και χρήσεις του ανθρώπινου σώματος κατά τη μετάβασή του από τον ρωμαϊκό στον βυζαντινό πολιτισμό ως μέσου για την επίτευξη της χριστιανικής σωτηρίας, πραγματοποιήσιμης χάρη στο συνδυασμό αυτοκαταναγκαστικών / αυτοελεγκτικών και αλγαισθητικών πρακτικών. Το ερμηνευτικό-εξηγητικό αυτό σχήμα ενσωμάτωσης του Θεού, που θα καθορίσει την ταυτότητα του βυζαντινού πολιτισμού, μορφοποιήθηκε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οι αυτοκαταναγκαστικές και αλγαισθητικές πρακτικές διαχείρισης του χριστιανικού σώματος δεν διάνοιξαν απλώς τα όρια του ανθρώπινου σώματος, αλλά ανέτρεψαν τους παγιωμένους επί αιώνες φυλετικούς και εξουσιαστικούς μηχανισμούς, δίνοντας πλέον πρόσβαση στα πρότυπα της ανδρικής αρρενωπότητας και στις γυναίκες χριστιανές μάρτυρες και ασκήτριες.
"[...] Ο συριακός αναχωρητικός ασκητισμός, με τον ακραίο τρόπο νοηματοδότησης της σωματικότητας που υιοθέτησε, ο οποίος θα μπορούσε, κάτω από άλλες κλιματολογικές συνθήκες, να αποβεί μοιραίος για την επιβίωση του φορέα του, έπλασε νέα πολιτισμικά πρότυπα για την ανθρώπινη φύση. Οι αναχωρητές πρόβαλαν ως οι αντεστραμμένοι "ζηλωτές του Διονύσου", για να επαναλάβουμε μια επιτυχή διατύπωση του Friedrich Nietzsche, οι οποίοι εγκαταλείποντας τα αστικά κέντρα και καταφεύγοντας στην έρημο αναδείχθηκαν σε ζωντανά παραδείγματα της ζωώδους φύσης, με τη διαφορά ότι η μυστικιστική απάρνηση του εαυτού συνδέθηκε σε αυτούς όχι πλέον με τη διονυσιακή μέθη, αλλά με την αυτοκαταναγκαστική τιθάσευση των ενορμήσεων".