Στο μαγικό δάσος, με τα θαυμαστά συνεχόμενα ξέφωτα, όπου έπαιζε το φεγγάρι τις ασημόχροες νότες του συμπληρώνοντας την πανδαισία αυτή του φωτός και σκότους επαναλαμβανόμενη, το σκοτάδι ήταν για να κουρνιάζεις, ν` ακυρώνεις ίσως κάποιες πληγές, να ξεφεύγεις από τα όρια του χρόνου. Το φως γινόταν η αναγέννησή σου!. . . Και τότε η παιδική καρδιά σου, ακόμα και στο ώριμο ή και γερασμένο κάποτε κορμί σου, ξανά γεννιόταν. Και πρόβαλε τότε άφοβη, ατρόμητη, αλέκιαστη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]