Ο Αλέξης Αποστόλου είναι ένας σαρανταπεντάρης λογιστής που δεν αντέχει πλέον την καθημερινότητά του. Έτσι λοιπόν οικειοποιείται τη χαμένη ταυτότητα ενός άλλου, εγκαταλείπει τη νοικοκυρά γυναίκα του, το σπουδαστή τηλεοπτικής σχολής γιο του και την αυταρχική μητέρα του, αρπάζει τα λεφτά του αφεντικού του και παίρνει δρόμο, που θα τον βγάλει από την Αθήνα στα Καμένα Βούρλα, μετά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στον παγωμένο φιλανδικό βορρά. Ξοπίσω του έχει τους πάντες: την αστυνομία, τον εραστή της γυναίκας του, τον εργοδότη του, το γιο του, που τον καταδιώκει με την κάμερα στο χέρι, το φιλοθεάμον τηλεοπτικό κοινό, καθώς και τα ιδιωτικά του φαντάσματα - δύο νεκρούς, ένα φίλο κι έναν εχθρό - που τον κυνηγούν. Πριν όμως μάθει πως μόνο από τον εαυτό μας είναι αδύνατον να ξεφύγουμε, προλαβαίνει να εγκληματήσει, να χορέψει ζεϊμπέκικο, να καπνίσει κάμποσα τσιγάρα ακούγοντας προκλασική μουσική με την ησυχία του, να κάνει σάουνα, και βέβαια να ερωτευτεί σφόδρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]