Όταν βγήκε στη στεριά, ο Νοστρόμο σκαρφάλωσε καταμουσκεμένος στην κεντρική αυλή του παλιού οχυρού· και εκεί, ανάμεσα στα συντρίμμια των τοίχων και τα σάπια υπολείμματα από στέγες και παράγκες, κοιμήθηκε όλη μέρα. Κοιμήθηκε στη σκιά των βουνών, στην άσπρη κάψα του μεσημεριού, στη σιγαλιά και τη μοναξιά εκείνου του τμήματος της γης με τη θεριεμένη βλάστηση ανάμεσα στην καμπύλη του λιμανιού και το πλατύ ημικύκλιο του κόλπου. Κειτόταν σαν νεκρός. Ένα rey zamuro, που εμφανίστηκε σαν μικροσκοπική μαύρη κουκίδα στον γαλάζιο ουρανό, χαμήλωσε και άρχισε επιφυλακτικά να κόβει κύκλους με τρόπο ύπουλο, παράξενο για πουλί τέτοιου μεγέθους. Η σκιά του σεντεφένιου κορμιού, των φτερών με τις μαύρες άκρες, έπεφτε στο χώμα τόσο αθόρυβα, όσο και το ίδιο το πουλί που προσγειώθηκε σε ένα σωρό συντρίμμια, τρία μέτρα πέρα από τον άνθρωπο που κειτόταν ακίνητος σαν πτώμα. Το πουλί τέντωσε τον γυμνό λαιμό του, όρθωσε το φαλακρό κεφάλι του, αποκρουστικό μες στη λάμψη της πολυχρωμίας του, με ύφος αρπαχτικής αδημονίας απέναντι στην πολλά υποσχόμενη ακινησία του μπρούμυτου κορμιού. Κατόπιν, χώνοντας το κεφάλι, βαθιά μες στ` απαλά του πούπουλα, στάθηκε και περίμενε. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια του Νοστρόμο μόλις ξύπνησε, ήταν αυτός ο υπομονετικός ανιχνευτής των σημαδιών του θανάτου και της σήψης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]