"Είμαι η Νινή Με-τα-πόδια-ψηά, κανκανιόλα ντανσέζα της Μονμάρτρης!" Μ` αυτήν τη δήλωση, την κάπως προκλητική, η χορεύτρια του "φρεντς καν-καν", συντρόφισσα της Λα Γκουλύ και του Βαλαντέν-λε-Ντεζοσέ (της "Λαίμαργης" και του "Βαλεντίνου-του-Ξεκοκαλιασμένου"), πολιόρκησε μια μέρα το γραφείο της Φρανσουάζ Ντορέν: απαιτούσε να της γράψει μια βιογραφία που θα προσέφερε στη ζωή της μια υπέροχη αντεκδίκηση.
Η συγγραφέας και η ηρωίδα της έχουν πολλά κοινά: φαντασία, αυτοπεποίθηση και το ζωνάρι τους λυμένο για καβγά, και ταιριάζουν όπως δυο γύφτοι στο παζάρι. Μας παρασύρουν στο Παρίσι του τέλους του περασμένου αιώνα, αυτού του περίφημου "fin de siecle", ατενίζοντας η καθεμιά την εποχή της μέσα απ` τον καθρέφτη της άλλης. Η μια συνήθιζε να συχνάζει στο Μαύρο Γάτο ή στο Ελιζέ-Μονμάρτρ την εποχή της δόξας τους, και να συναντά τον Τουλούζ-Λοτρέκ, τον Βαν Γκογκ ή τον Μπάφαλο Μπιλ· ήταν εκεί στα εγκαίνια της Σακρέ-Κερ και του Πύργου του Άιφελ. Η άλλη βρίσκει πιο άνετο να σεργιανά στο Παρίσι της με τα σνίκερς της, τα αθλητικά παπούτσια, και να μελετάει την ισότητα των φύλων.
Αλλάζοντας συνέχεια διάθεση, άγριες ή σοβαρές, μιλάνε για τον έρωτα, τη φιλοδοξία, την τύχη, τη σύμπτωση, την πρόοδο και, στην πορεία τους, μας διδάσκουν πώς να κοιτάζουμε διαφορετικά τον κόσμο μας. Έτσι, αυτή η γεμάτη νεύρο και ζωντάνια φαντασία παίρνει κάποιες στιγμές το ύφος ενός λίβελου.
Η Νινή Με-τα-πόδια-ψηλά δεν ήταν παρά ένα όνομα, ένα παρατσούκλι, ένα παρωχημένο και αναξιόπιστο τίποτα· να `την που ξαφνικά μετατρέπεται σε μυθικό πρόσωπο: όταν κάποιος δε διαθέτει ιστορία, έχει κάθε δικαίωμα να σκαρώσει ένα θρύλο.