Η "Νανά" του Ζολά μοιάζει να έχει γραφτεί πάνω σε μια μόνο ιδέα: να γίνει το έργο αυτό μια μεγαλειώδης απόδειξη της παντοδυναμίας του πόθου. Ο πόθος που νιώθουν οι άντρες για την Νανά γίνεται ο κινητήριος μοχλός κοινωνικών ανακατατάξεων: οικογένειες της υψηλής κοινωνίας καταστρέφονται, ιερόδουλες του περιθωρίου κατακτούν χρήμα και δόξα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας ανατέμνει με τον δικό του τρόπο την κοινωνία και, βέβαια, σχολιάζει την πολιτική κατάσταση της εποχής, με τον ηδονισμό και την ηθική κατάπτωση της Β΄ Αυτοκρατορίας. Συνάμα, όμως, παραλαμβάνει έναν λογοτεχνικό κοινό τόπο, την εταίρα, για να τον εξυψώσει σε αρχέτυπο, κάνοντας μια σπουδή πάνω στην "πορνεία" -πάνω σε μια ακόρεστη δηλαδή αλλά και ανόρεκτη σεξουαλικότητα. Εκτός από ένα μνημείο του ανδρικού πόθου, η "Νανά" μπορεί έτσι να διαβαστεί και ως ένα μυθιστόρημα για την ανία της ύπαρξης, με την πρωταγωνίστρια του -σαν ένα δοχείο χωρίς πάτο- να καταβροχθίζει ασύστολα τα πάντα και να μένει κενή.