Ο Λήκη, ένα μικρό σκουλήκι, αποφασίζει κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό να ξεμυτίσει από τη φωλιά του. Φτάνει σ` έναν κήπο, όπου συναντά τη Λευκή, μια μικρή, κάτασπρη πεταλούδα! Ο Λήκη θαυμάζει το ανάλαφρο φτερούγισμά της και λαχταρά να γίνει, έστω για λίγο, και κείνος. . . πεταλούδα! Η Λευκή αποφασίζει να τον βοηθήσει. Τρέχει στον κάμπο και παρακαλεί την Πεταλουδομάνα, να της πει έναν τρόπο για να. . . αποκτήσει ο Λήκη φτερά! - Δύσκολο πράγμα μου ζητάς!. . . Πολύ δύσκολο! Για να μην πω ακατόρθωτο! Λέει η Πεταλουδομάνα. Μα η Λευκή επιμένει! Τότε η Πεταλουδομάνα της δίνει μια γριφοσυνταγή: Το να σ` αγαπούν είναι κάτι· το ν` αγαπάς είναι πολύ· το να σ` αγαπούν και ν` αγαπάς είναι το παν!. . . Αυτό που μένει είναι να νιώσει η Λευκή τη σημασία της, κι όλα θα γίνουν!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]