Το ταξίδι που είχε μπροστά του εκείνο το πλοίο δεν ήταν μικρό. Κάθε άλλο. Όμως ανεβήκαμε.
Ζούσαμε μέσα σ` ένα παραλογισμό, ένα χώρο που μας βόλευε και μας χαλάρωνε. Τουλάχιστον αυτό φαινόταν προς τα έξω. Ήμασταν οι `περίεργοι`. Όχι ακριβώς περιθωριακοί, αλλά φίλοι των περιθωριακών, όχι ακριβώς φρικιά, αλλά φίλοι με τα φρικιά, όχι ακριβώς εφοπλιστές, αλλά φίλοι με τους εφοπλιστές, όχι ακριβώς καλλιτέχνες, αλλά κάτι σαν καλλιτέχνες και πάει λέγοντας... Πιστεύω πως η λέξη, μποέμ, είναι ακριβής για τους μισούς και τυχοδιώκτες για τους άλλους μισούς.
Τέλος πάντων, πολύ θα ήθελα όλο αυτό να είναι αληθινό και όντως, ο Τζώνυ να έχει αφήσει κάποια ίχνη παράξενα, πάνω στα βράχια του Πανόρμου, έτσι κάτι σαν κληρονομιά, γη από ένα πατέρα, βασιλέα, νομάδα, της ερήμου που το μόνο που έχει να αφήσει κληρονομιά, είναι η σκιά του. Πόσο μεγάλη κληρονομιά εκείνη η σκιά στην έρημο! Απάγκιο στο κίτρινο τίποτα, κομμάτι της `χρυσής αιωνιότητας` όπως θα `λεγε ο Τζακ Κέρουακ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]