«Ξανά πίσω, στα θρανία!» Νωρίς το πρωί ανοίγουν οι πόρτες των σπιτιών και οι δρόμοι πλημμυρίζουν ξαφνικά από χαρούμενους νέους και γκριζομάλληδες άντρες, από όμορφες κοπέλες και γοητευτικές κυρίες. Σιγά σιγά αυτή η παράξενη παρέα κατευθύνεται - μες στο φθινοπωρινό σκηνικό με τα κίτρινα φύλλα των δέντρων και τα πρωτοβρόχια - προς το κοντινότερο σχολείο της γειτονιάς, συζητώντας και γελώντας. Μόλις χτυπήσει το κουδούνι και μπουν στην τάξη, βλέπουν εκεί να τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη· καθισμένοι στα δικά τους θρανία βρίσκονται πρόσωπα που μέχρι τώρα τα είχαν γνωρίσει από τις σελίδες των βιβλίων: ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Μυριβήλης, η Αλεξίου, ο Πρεβελάκης, ο Καρκαβίτσας, η Ιορδανίδου, ο Σεφέρης, ο Πολίτης, ο Ταχτσής, ο Ελύτης, ο Πανσέληνος, ο Βαλτινός, η Δημουλά, ο Κουμανταρέας, η Δούκα, η Γαλανάκη, η Ζατέλη. . . Αυτοί και πολλοί άλλοι ακόμα ποιητές και πεζογράφοι αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλο να μιλούν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο και μέσα από τα έργα τους, για το σχολείο της παιδικής ή της εφηβικής τους ηλικίας. Και όλοι εμείς οι αναγνώστες - γιατί αυτή είναι η μεγάλη παρέα που επιστρέφει κάθε τόσο στις σχολικές μνήμες - τους ακούμε σιωπηλοί μα εκστασιασμένοι να διηγούνται συναρπαστικές ιστορίες από τα χρόνια της αθωότητας, από την εποχή που «στα μάτια είχαν τη χαρά, στα χέρια το βιβλίο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]