«Μας έπλενε ένας κρύγιος αγέρας που κατέβαινε απ` το απάτητο χιόνι και σφύριζε σαν διάολος. Το παιδί το τουλούπωσα με μια χλαίνη που πήρα από κάποιον κρουσταλλιασμένον που ηύρα. Με ξεπλάτισε, γιατί όλο γύριζε να χαλέψει τους γονέους. Αφ` όντις δεν τους ένιωθε, είχε γένει τετρακόσιες οκάδες. Νύχτα ακόμα, ξεπνοϊσμένοι, `κούσαμαν μακριά τους πρώτους πέτους. Κοντεύαμαν σε κατοικιά, αλλά ήμασταν μέσα ή στην Ελλάδα; Άξαφνα `κούσαμε ομιλίες στ` αλβανικά κι αλυχτήσματα. Μου κόπηκαν τα ποδάρια. Μέσα ήμασταν. Παγώσαμαν στον τόπο. Μονάχα οι καρδιές χτυπάγανε. Μας έριξαν δυνατό φακό και κάποιος φώναξε. `Μην σκιάεστε, μο διαόλοι, είστε στο ελληνικό.`».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]