... ν` ακούσω τη λέξη που λείπει...
Πόσες φορές δεν στάθηκες πίσω από μια πόρτα του Σύμπαντος, με διαφορετικό όνομα κάθε φορά, παλεύοντας να αφουγκραστείς αυτή τη λέξη που θα γλύκαινε μια στάλα την ψυχή σου;
Σαν παιδί -πάντα παιδί- με το μυαλό στην επικείμενη σκανταλιά και στην αυτό-αναίρεσή της.
Μεγάλες κατεργάρες οι λέξεις. Κι ενώ μιλούν αδιάκοπα, όταν σωπαίνουν ξεκουφαίνουν τις αντοχές σου με την αδράνειά τους. σε περιπαίζουν, θαρρείς.
Και το βάζο με το γλυκό εκεί, μόνιμα, στο ράφι του μυαλού με τις δαντέλες και τα ενθυμήματα, λαχταριστό και ιριδίζον στα κόκκινα, στα πράσινα ή στα πορτοκαλιά του να προκαλεί τη θριαμβική κλοπή, έτσι, για να ευφρανθεί λίγο το χειλάκι μας, αδερφέ, να ανθίσουν κι άλλες λέξεις με χρώματα, με μυρωδιές, με εικόνες, με μουσικές.
Κι ύστερα να τις τυλίξω μ` ένα πολύχρωμο χαρτί, δώρο και μάλιστα ακριβό και να τις στείλω να σ` ανταμώσουν, εσένα, που έγινες αιτία κι αφορμή για τούτες τις μικρές παρασπονδίες του έρωτα.
Να καταλάβεις εσύ. Κι εγώ να περιμένω μετά... δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, καταμεσής στο τρίστρατο του δρόμου, στην επόμενη βροχή που θα `ρθει, να περιμένω και να αγωνιώ για ν` ακούσω τη λέξη που λείπει...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]